- ἀναζύμωσις
- ἀναζύμωσιςfermentationfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναζύμωση — η (Α ἀναζύμωσις) [ἀναζυμώνω] ζύμωση, φούσκωμα νεοελλ. το εκ νέου ζύμωμα, ξαναζύμωμα ή απλώς ζύμωμα … Dictionary of Greek
ἀναζυμώσεως — ἀναζυμώσεω̆ς , ἀναζύμωσις fermentation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)